- ἡλιοκάμινος
- ἡλιο-κάμῑνος [ᾰ], ὁ,A a room exposed to the sun, for winter use, Plin.Ep.2.17.20, IGRom.4.1431.43 ([place name] Smyrna).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ηλιοκάμινος — ἡλιοκάμινος, ὁ (Α) προσήλιο δωμάτιο τών ρωμαϊκών οικιών, κατάλληλο να χαίρεται κανείς τις χειμωνιάτικες λιακάδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + κάμινος] … Dictionary of Greek
SOLARIUM Expositionis — in Collectan. Anastasii Biblioth. Post paululum ergo iusserunt inserri eum in Solarium expositionis, ut esset ibi, quatenus prospiceret Imperator per cancellos triclinii sui ea, quae futura er ant fieri: locus erat eminens Constantinopoli, in quo … Hofmann J. Lexicon universale
ηλιο- — (AM ἡλιο ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό: α) προκαλείται ή προέρχεται από τον ήλιο (πρβλ. ηλιόκα(υ)μα, ηλιοφάνεια) θ) ανήκει ή αναφέρεται στον ήλιο (πρβλ. ηλιοβασίλεμα) γ) μοιάζει, λάμπει ή καίει σαν… … Dictionary of Greek
κάμινος — Μηχάνημα και εγκατάσταση (ονομάζεται και φούρνος ή καμίνι) που παράγει θερμότητα με τη χρησιμοποίηση καύσιμων στερεών υγρών και αερίων ή με την εκμετάλλευση της ηλεκτρικής ενέργειας. Εκτός από αυτές τις κ. υπάρχουν επίσης κ. που αξιοποιούν τη… … Dictionary of Greek